- θεοδίδακτος
- 2312 θεοδίδακτος, θεολόγος{прил., 1}наученный Богом (1Фес. 4:9).*
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
θεοδίδακτος — taught of God masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοδίδακτος — η, ο (AM θεοδίδακτος, ον) αυτός που διδάχθηκε από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δίδακτος (< διδάσκω), πρβλ. α δίδακτος, αυτο δίδακτος] … Dictionary of Greek
θεοδιδάκτως — θεοδίδακτος taught of God adverbial θεοδίδακτος taught of God masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοδίδακτον — θεοδίδακτος taught of God masc/fem acc sg θεοδίδακτος taught of God neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοδιδάκτοις — θεοδίδακτος taught of God masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοδιδάκτου — θεοδίδακτος taught of God masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοδιδάκτους — θεοδίδακτος taught of God masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοδιδάκτων — θεοδίδακτος taught of God masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοδιδάκτῳ — θεοδίδακτος taught of God masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοδίδακτα — θεοδίδακτος taught of God neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοδίδακτοι — θεοδίδακτος taught of God masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)